- διασπάθιση
- ηη σπατάλη, το απερίσκεπτο σκόρπισμα χρημάτων: Η διασπάθιση της περιουσίας του έγινε από την ίδια του τη γυναίκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διασπάθιση — η [διασπαθίζω] 1. διασκόρπιση 2. κατασπατάληση … Dictionary of Greek
διασκόρπιση — η (Α διασκόρπισις, εως) 1. το να διασκορπίζει κανείς κάτι 2. σπατάλη, διασπάθιση … Dictionary of Greek
διασπάθηση — η βλ. διασπάθιση … Dictionary of Greek
διασπαθισμός — ο 1. η διασπάθιση 2. το πλήγμα με σπαθί, η σπαθιά … Dictionary of Greek
εξανέμισμα — και ξανέμισμα, το (Μ ἐξανέμισμα και ξανέμισμα) [εξανεμίζω] νεοελλ. (για χρήματα κ.λπ.) κατασπατάληση, διασπάθιση, καταξόδεμα μσν. πορδή … Dictionary of Greek
κατασώτευση — η κατασπατάληση, διασπάθιση, εξανέμιση τής περιουσίας σε ασωτείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασωτεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. κατασώτευσις, μαρτυρείται από το 1898] … Dictionary of Greek
σπάθησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [σπαθῶ] μσν. διασπάθιση, σπατάλη αρχ. το να χτυπά κανείς το ύφασμα με τη σπάθη για να γίνει πιο πυκνό … Dictionary of Greek
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek